- διευθύνοντας
- διευθύ̱νοντας , διευθύνωmakepres part act masc acc plδιευθύ̱νοντας , διευθύνωmakepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μητρόπουλος, Δημήτρης — (Αθήνα 1896 – Μιλάνο 1960). Αρχιμουσικός, συνθέτης και πιανίστας. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών, και τελειοποίησε τις σπουδές του στις Βρυξέλλες (1920) και στο Βερολίνο, όπου, μεταξύ 1921 και 1924, μαθήτευσε κοντά στον Φερούτσιο… … Dictionary of Greek
φεουδαρχία — Bλ. λ. φεουδαλισμός. * * * η, Ν 1. (γενικά) πολιτικοοικονομικό σύστημα που αντικατέστησε το σύστημα τής δουλείας και το οποίο στηριζόταν στο σύστημα κατοχής τής γής με βάση το φέουδο και στη θέσπιση προσωπικών αμοιβαίων υποχρεώσεων και καθηκόντων … Dictionary of Greek
Αποστολίδης, Ηρακλής — (Πύργος [σημερινή Μπουργκάς], Βουλγαρία 1893 – 1970).Δημοσιογράφος και λόγιος, διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης (1945 59). Φοίτησε στο γυμνάσιο Αδριανούπολης, στη Σχολή Γλωσσών και Εμπορίου της Κωνσταντινούπολης και, αργότερα, στο Βαρβάκειο της … Dictionary of Greek
Γκράμσι, Λουδοβίκος — (Ludovico Gramsci, 1787 – 1873).Ιταλός φιλέλληνας. Ακολούθησε τη στρατιωτική σταδιοδρομία και έφτασε μέχρι τον βαθμό του λοχαγού. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση ο Γ. έσπευσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον ελληνικό αγώνα, διευθύνοντας το σώμα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Κάνινγκχαμ, Άντριου Μπράουν — (Andrew Brown Cunningham, Μπίσοπς, Γουόλταμ 1883 – 1963). Άγγλος ναύαρχος. Διετέλεσε αρχηγός του βρετανικού στόλου της Μεσογείου από το 1939 έως το 1943, διευθύνοντας όλες τις ναυτικές επιχειρήσεις εναντίον των ιταλικών και γερμανικών δυνάμεων,… … Dictionary of Greek
Κάστρο, Χουάν Χοσέ — (Juan José Castro, Αβελιανέντα, Μπουένος Άιρες 1895 – 1968). Αργεντινός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε στην πατρίδα του και αργότερα πήγε στο Παρίσι όπου έμεινε δέκα χρόνια, συμπληρώνοντας τις μουσικές του γνώσεις με δάσκαλο τον… … Dictionary of Greek
Κορτό, Αλφρέ Ντενί — (Alfred Denis Cortot, Νιόν, Ελβετία 1877 – Λοζάνη 1962). Γάλλος πιανίστας. Γεννήθηκε στην Ελβετία από Γάλλο πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι σε παιδική ηλικία, όπου σπούδασε πιάνο στο Κονσερβατουάρ. Το 1896 πήρε το δίπλωμά του με πρώτο βραβείο … Dictionary of Greek
Λάμπαν φον Βάραλια, Ρούντολφ — (Rudolf Laban von Varalja, Μπρατισλάβα 1879 – Λονδίνο 1958). Ούγγρος χορογράφος και χορευτής. Θεωρείται σημαντικός εκπρόσωπος του ελεύθερου ή σύγχρονου χορού, στον οποίο αφιερώθηκε ως χορευτής, χορογράφος και δάσκαλος δικών του ανανεωτικών… … Dictionary of Greek
Μακαρένκο, Αντόν Σεμιόνοβιτς — (Anton Semyonovich Makarenko, Μπιελοπόλ Χάρκοβο 1888 – Μόσχα 1939). Ρώσος εκπαιδευτικός και παιδαγωγός. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του σοβιετικού σχολείου. Σε ηλικία 17 ετών άρχισε να διδάσκει σε σχολεία φυλακών και από το 1914 έως το 1917 … Dictionary of Greek